- καθάρτρια
- καθάρτριαfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθάρτρια — καθάρτρια, ἡ (Α) βλ. καθαρτής … Dictionary of Greek
καθάρτριαι — καθάρτρια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτής — (Cathartes). Γένος πτηνών της οικογένειας των καθαρτιδών (βλ. λ.). * * * ο (Α καθαρτής, θηλ. καθάρτρια) [καθαίρω] αυτός που καθαρίζει, που εξαγνίζει από ενοχή ή από μίασμα («σοῡ γὰρ ἔρχομαι δίκη καθαρτὴς πρὸς θεῶν ὡρμημένος», Σοφ.) νεοελλ. ζωολ.… … Dictionary of Greek